ημερόπιτυς

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

ἡμερόπιτυς, -ίτυος, ἡ (Α)
καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»].