ημισταδιαίος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ἡμισταδιαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σταδιαίος (< στά-διον)].