ημιχοίνιξ

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ἡμιχοῖνιξ, ἡ (Α)
μισή χοίνιξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων»].