θηριοδείκται

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128

Greek Monolingual

θηριοδεῖκται, οἱ (Α)
αυτοί που επιδεικνύουν άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δείκται (< δείκνυμι)].