θρισσίον

English (LSJ)

τό, Dim. of θρίσσα, POxy.1923.9 (v/vi A.D.).

Greek Monolingual

θρισσίον, τὸ (Α)
μικρή θρίσσα, φρισσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρίσσα].