ινοειδής

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ἰνοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίνες, ο ινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + -ειδής].