Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιοζούλαπον

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

ἰοζούλαπον, τὸ (Μ)
φαρμακευτικό ρόφημα από ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα»].