κίχησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (< κιχάνω) reaching, attaining, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1444] ἡ, das Erreichen, Erlangen, Hesych. erkl. λῆψις.

Greek (Liddell-Scott)

κίχησις: -εως, ἡ, (κῐχάνω) τὸ νὰ φθάσῃ τις, ἐπιτυχία· «κίχησις· ἡ λῆψις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίχησις, ἡ (Α) κιχάνω
(κατά τον Ησύχ.) επιτυχία, κατόρθωμα.