καλαμώμαι
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
καλαμῶμαι, -άομαι (Α) καλάμη
1. μαζεύω τα στάχια που έμειναν στον αγρό μετά τον θερισμό, σταχυολογώ
2. συλλέγω, συγκεντρώνω καρπούς, κυρίως ελιές, σταφύλια
3. μτφ. συγκεντρώνω με κόπο όσα ευτελή απέμειναν («Ἀλέξανδρος ἐθέρισε τὴν Ἀσίαν, ἐγὼ δὲ (ο Αντίγονος) καλαμῶμαι», Πλούτ.).