καλογέννητος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα
2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη
αυτή που γέννησε εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος].