καλούμο

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. το μήκος της αλυσίδας ποντισμένης άγκυρας, αλλ. έκταμα, κάθεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma].