καλόγλωττος

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek (Liddell-Scott)

καλόγλωττος: -ον, = εὔγλωττος, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 78C.