Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καμαριέρης
Greek Monolingual
ο θηλ. καμαριέρα υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. camariere< λατ. camara «αψίδα, θόλος»].