κατέρρωγα

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Russian (Dvoretsky)

κατέρρωγα: pf. к καταρρήγνυμι.