καταπαλτός
English (LSJ)
καταπαλτή, καταπαλτόν, hurled down, ἐξ αἰθέρος ὕδωρ A.ap.Aristid.Or. 36(48).53.
Greek Monolingual
καταπαλτός, -ή, -όν (Α) καταπάλλομαι
αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.
καταπαλτή, καταπαλτόν, hurled down, ἐξ αἰθέρος ὕδωρ A.ap.Aristid.Or. 36(48).53.
καταπαλτός, -ή, -όν (Α) καταπάλλομαι
αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.