κατασβῶσαι

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek (Liddell-Scott)

κατασβῶσαι: (ἐκ τοῦ κατασβοῆσαι) = κατασβέσαι, Ἡρώνδ., V. 39· πρβλ. ζόασον = σβέσον.