Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
κατεγχειρίζω: εἰς τὰς χεῖράς τινος παραδίδω, τινὶ κ. Βυζ.
κατεγχειρίζω (Μ)
παραδίνω κάτι στα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγ-χειρ-ίζω «δίνω στα χέρια»].