τό, Dim. of κέρδος, Glossaria.
[Seite 1423] τό, dim. von κέρδος, kleiner Gewinn.
κερδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρδος, μικρὸν κέρδος, Γλωσσ.
κερδάριον, τὸ (Α)(υποκορ. του κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. -άριον].