κερχνωτός

English (LSJ)

κερχνωτή, κερχνωτόν, roughened, Id.s.v. κατακερχνοῦται: τὰ κ. embossed plate, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κερχνωτός: -ή, -όν, τραχύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κερχνωτός, -ή, -όν (Α) κέρχνος (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά
σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους, ποικίλα».

German (Pape)

trocken, rauh, heiser gemacht, Hesych. S. κεγχρόω.