κναμίς

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

κναμίς και κνᾱμις, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κνημίς.