κοινογαμέτης

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

ο
βιολ. γαμέτης που περιέχει πολλούς πυρήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμέτης.