κοκκινομούρης

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο
αυτός που το πρόσωπό του έχει κόκκινο χρώμα, κοκκινοπρόσωπος.