κουζινέτο

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

το
1. μικρή συσκευή που χρησιμοποιείται για μαγείρεμα
2. έδρανο περιστρεφόμενου άξονα ή άλλου εξαρτήματος μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coussinet < γαλλ. cousin].