κρήιον

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek (Liddell-Scott)

κρήιον: τό, Ἰων. ἀντὶ κρεῖον, εἶδος νυμφικοῦ πλακουντίου, Φιλέτ. παρ’ Ἀθην. 645D.

Greek Monolingual

κρήϊον, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. κρείον.