κρανοποιία

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek Monolingual

κρανοποιΐα, ἡ (Α) κρανοποιώ
η τέχνη της κατασκευής κρανών.