κτέρισμα

Greek Monolingual

το (Α κτέρισμα) κτερίζω
συν. στον πληθ. τα κτερίσματα
αντικείμενα αξίας ή αντικείμενα προσφιλή στον νεκρό όταν ζούσε, τα οποία έθαβαν οι αρχαίοι μαζί με αυτόν
αρχ.
εναγίσματα, χοές που προσφέρονταν στον τάφο του νεκρού («εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων», Ευρ.).