κυματανάπαλση

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

η
η εκ περιτροπής ύψωση και υποβίβαση του νερού, το ανεβοκατέβασμα του νεροῦ λίμνης ή κλειστής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + ἀνά-παλση (< ἀνα-πάλλομαι)].