κυριόδουλος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

κυριόδουλος, ὁ (Μ)
κύριος και ταυτόχρονα δούλος.