λεκανοπέτρινον

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek Monolingual

λεκανοπέτρινον, τὸ (Μ)
πέτρινη λεκάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πέτρινον, ουδ. του επιθ. πέτρινος.