λοίσθων
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.
λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωνας
τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῖσθος (I)].