ματαιολογώ

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

(Α ματαιολογῶ, -έω) ματαιολόγος
λέω πράγματα άσκοπα και ανόητα, φλυαρώ άσκοπα, κενολογώ.