μειράκιος

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source

Greek Monolingual

μειράκιος, -ιον (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει σε κορίτσι.