Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
μερίσδω: Δωρ. ἀντὶ μερίζω, ἀποχωρίζω, Βίων 2, 31.
μερίσδω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μερίζω.
μερίσδω: дор. = μερίζω.