μετρολογώ

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

μετρολογῶ, -έω (Μ)
εξετάζω, περιεργάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -λογῶ].