ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
η (ΑΜ μηχανική)βλ. μηχανικός.
μηχᾰνική: ἡ (sc. τέχνη) искусство построения машин, механика Arst., Anth.