μηχανική

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μηχανική)
βλ. μηχανικός.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνική: ἡ (sc. τέχνη) искусство построения машин, механика Arst., Anth.