Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
η (ΑΜ μηχανική)βλ. μηχανικός.
μηχᾰνική: ἡ (sc. τέχνη) искусство построения машин, механика Arst., Anth.