μηχανική

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

η (ΑΜ μηχανική)
βλ. μηχανικός.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνική: ἡ (sc. τέχνη) искусство построения машин, механика Arst., Anth.