μικραύλαξ

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

μικραῡλαξ, ὁ και ἡ (Α)
(για αγρό) αυτός που έχει μικρά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αὖλαξ, -ακος].