μισογκρεμισμένος

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αυτός που έχει γκρεμιστεί κατά το ήμισυ, μισοερειπωμένος.