μισοπεθαμένος

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

και μισαποθαμένος, -η, -ο (Μ μισοπεθαμένος και μισαποθαμένος και μισοαποθαμένος και ημισαποθαμένος και μεσαποθαμένος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ημιθανής.