διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
μοσχοποίησις: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀστέρ. 376D.
μοσχοποίησις, ἡ (Α) μοσχοποιώμοσχοποιία.