μπάλος
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
ο
1. χοροεσπερίδα
2. χορός τών Κυκλάδων που χορεύεται από δύο άτομα, έναν άνδρα και μία γυναίκα, αντικρυστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ballo «χορός» < λατ. ballo, -āre «χορεύω»].