μυθώ

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

(I)
μυθῶ, -έω (Α)
βλ. μυθούμαι (Ι).
(II)
μυθῶ, -όω (Α)
βλ. μυθούμαι (II).