μυοτομία

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

και μυοτομή, η
ιατρ. η χειρουργική τομή μυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myotomie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τομία < -τόμος < τέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].