μυρολογώ

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source

Greek Monolingual

και μυριολογώ, -άω και -έω (ΑΜ μυρολογῶ, -έω)
βλ. μοιρολογώ.