μυρτώδη

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 400 γένη και 10. 000 περίπου είδη, που απαντούν σε όλο τον κόσμο.