μύωμα

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

το
ιατρ. συν. στον πληθ. τα μυώματα
καλοήθεις μικροί όγκοι που σχηματίζονται από τον ιστό του δέρματος σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας και οι οποίοι μερικές φορές εξαλλάσσονται σε κακοήθεις μορφές (λειομυοσαρκώματα και ραβδομυοσαρκώματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. myoma < μυς «μυς σώματος». Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Δ. Πετρίδη].