νεκταρόβλυτος

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόβλυτος: ὁ ἀναβλύζων νέκταρ, Ἰω. Εὐγενικ. Διακον. Cod. Par. 2075, fol. 413 r0.

Greek Monolingual

νεκταρόβλυτος, -ον (Μ)
αυτός που αναβλύζει νέκταρ, νεκταρόβλυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βλυτος (< βλύζω «αναβλύζω»)].