νιάσιμο

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

το
1. η πρώτη άροση χέρσου αγρού, το νιά(σ)μα
2. (γενικά) άροση, όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεάσ-ιμο < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ»].