ξυλόχορτο
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
το
τεχνολ. ροκανίδια ξύλου τα οποία χρησιμοποιούνται για την ασφαλή συσκευασία εύθραυστων αντικειμένων, καθώς και στην οικοδομική ως μονωτικό.