οκτώηχος
From LSJ
ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ὀκτώηχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ ήχους ή που ψάλλεται κατά οκτώ ήχους
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Οκτώηχος
εκκλ. λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο περιέχει οκτώ πλήρεις αναστάσιμες ακολουθίες Κυριακών και τροπάρια σύμφωνα με το ισχύον μοναχικό τυπικό
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀκτώηχος
είδος βασιλικού παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + ἦχος.