ολιγάκις

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

ὀλιγάκις και ὀλιγάκι)
επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι' αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις, συχν-άκις)].